Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Ματαρόα

“ΜΑΤΑΡΟΑ” – ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΦΥΓΗΣ [video]

από xper
δημοσιεύτηκε12 March, 2019
ΧΩΡΙΣσχόλια

Ένα ξεχωριστό ντοκιμαντέρ που αφηγείται την ιστορία του πλοίου “Ματαρόα”, με το οποίο φυγαδεύτηκαν στο Παρίσι το 1945, Έλληνες φοιτητές, καλλιτέχνες και επιστήμονες προβλήθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Ανάμεσα στους περίπου 200 επιβάτες του πλοίου που άφηναν την Ελλάδα που έμπαινε στην οδυνηρή περιπέτεια του Εμφυλίου, βρέθηκαν και άνθρωποι οι οποίοι αργότερα μεσουράνησαν στη τέχνη, την επιστήμη και τα γράμματα όπως ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης και η εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου.

Ρεπορτάζ: Διογένης Μαριόλας

Κάμερα: Σπύρος Κόπανος

Μοντάζ: Αλεξάνδρα Νικολούδη

Μιλούν: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΑΔΗΜΑΣ (Σκηνοθέτης), PHILIPPE RAY (Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη)

.

 

 

 

Μαρτυρίες πρωταγωνιστών

 

ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΜΕΡΛΙΕ: «Κυρίως ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία…

Είταν φτωχά παιδιά… Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Οτιδήποτε κι αν επιτύχει κανείς για τέτοιους ανθρώπους θα είναι λίγο…»

 

Ο ιθύνων νους της κιβωτού σωτηρίας φιλέλληνας Οκτάβιος Μερλιέ με την Ελληνίδα σύζυγό του Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ.

Ο ιθύνων νους της κιβωτού σωτηρίας φιλέλληνας Οκτάβιος Μερλιέ με την Ελληνίδα σύζυγό του Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ.

 

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ: «Κατάφεραν να βγάλουν τους υπότροφους από μια εξαιρετικά δεινή θέση. Βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές…

Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Εκανα ένα είδος επιλογής. Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα»

ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ: «Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική και την εθνική και την κομμουνισταρέικη Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες, δυνατότητες που έγιναν συχνά και πραγματικότητες»

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ: «Δυστυχώς φοβάμαι ότι αν δεν είχα φύγει, ασφαλώς δε θα μπορούσα να είχα κάνει αυτά τα οποία νομίζω ότι μπόρεσα και έκανα φεύγοντας έξω. Δε θέλω να πω ότι φοβάμαι ότι θα με είχε… φάει η Ελλάδα αλλά περίπου το αίσθημα είναι αυτό»

ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: «Τρεις μήνες περιμέναμε κάθε μέρα να έρθει το πλοίο (από τον Αύγουστο του 1945)… Η αστυνομία έκανε τα πάντα για να εμποδίσει… Μαζευτήκαμε το βράδυ, μπήκαμε σε μια μαούνα για το πλοίο… Η ασφάλεια ήρθε και ζήτησε να κατέβουν ο Μακρής και ο Σβορώνος… Φθάσαμε στο πλοίο στις 11 το βράδυ και φύγαμε στις 5 το πρωί… Οταν βγήκαμε στην ανοιχτή θάλασσα αρχίζει τρελό πανηγύρι. Χορεύαμε σαν μικρά παιδιά. Φεύγαμε από ένα κίνδυνο πολύ συγκεκριμένο και υπαρκτό… Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλιτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη…»

ΜΙΜΙΚΑ ΚΡΑΝΑΚΗ: «… Κόβουμε βόλτες στο κατάστρωμα, τρέχουμε πάνω-κάτω, πολλούς τους έχει πιάσει κιόλας η θάλασσα και ξεβουλώνουν τις μποτίλιες με το κονιάκ που χώσαν στις αποσκευές τα χέρια των δικών τους για τον βαρύ χειμώνα της Γαλλίας.

Το οπλιταγωγό Ματαρόα μας αφήνει στον Τάραντα, όπου παίρνουμε ξανά τραίνο φορτηγό για να συνεχίσουμε το ταξίδι. Συγκοινωνία μηδέν, το 1945. Είναι Δεκέμβρης μήνας και τα βαγόνια τζάμια δεν έχουνε…

Στα ιταλικά σύνορα παίρνουμε το ελβετικό τραίνο. Α, τι κρίμα, το ταξίδι και η ζέστα της Ελβετίας κρατάνε μόνο πέντε ώρες. Κάποια στιγμή επιτέλους, μια ολόκληρη βδομάδα αφ’ ότου φύγαμε, ακούμε: Προσοχή ? προσοχή, φτάνουμε στο Παρίσι. Μεσάνυχτα…»

ΣΗΜ. Τα αποσπάσματα προέρχονται από σκόρπιες μαρτυρίες, συνεντεύξεις και από την πρώτη αυτοβιογραφική διήγηση της Μιμίκας Κρανάκη για το ταξίδι («Ματαρόα σε δύο φωνές – Σελίδες ξενητιάς»).

 

Μερικοί από τους ταξιδιώτες του Ματαρόα. Ανάμεσά τους οι Μέμος Μακρής, Γιώργος Καρούζος, Κατερίνα Καχραμάνη και Κώστας Παπαϊωάννου.

Μερικοί από τους ταξιδιώτες του Ματαρόα. Ανάμεσά τους οι Μέμος Μακρής, Γιώργος Καρούζος, Κατερίνα Καχραμάνη και Κώστας Παπαϊωάννου.

 

ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ:«Όποιος ήθελε να κάνει  κάτι στη ζωή του, έφευγε…»

«…Ο πόλεμος είχε αρχίσει στις προθέσεις των ανθρώπων, στη διάθεσή τους -αλλά επίσημα δεν είχε ξεσπάσει. Όλη η υπόλοιπη Ελλάδα έμπρακτα είχε γνωρίσει τον πόλεμο, αλλά στην Αθήνα δεν είχε πέσει τουφεκιά. Υπήρχαν βέβαια τα μπλόκα, μαζεύαν τους ανθρώπους, αλλά άλλο αυτό. Ξαφνικά να βλέπεις τους ακροβολιστές, τα τανκς, μιλάμε για μια εντελώς καινούργια εμπειρία, η οποία ρήμαξε ό,τι ήταν να ρημάξει.

»Νίκησε η Δεξιά. Οι αριστεροί παράδωσαν τα όπλα τους -χώρια που τα είχαν κρυμμένα, αυτό ήταν μια άλλη υπόθεση-, συνυπογράψανε χαρτιά και τα λοιπά. Αυτή η νίκη της Δεξιάς, βέβαια, ήταν μια πύρρειος νίκη, διότι αυτοί ξέρανε πολύ καλά ότι η Ελλάδα ήταν γεμάτη από αριστερούς, για την ακρίβεια η Αριστερά ήταν οργανωμένη, ενώ η Δεξιά ήταν χαώδης. Είχε τέτοιο τρέμουλο η Δεξιά, είχε τέτοιο φόβο για να κρατήσει την κατάσταση, που έπρεπε να μην κουνιέται φύλλο. Θυμάμαι το χωροφύλακα να με ρωτάει «τι κάνεις εδώ μόνη σου;». «Κοιτάω τη θάλασσα» του απαντάω εγώ. «Είσαι ασκόπως περιφερομένη, αύριο στο Τμήμα». Έτσι ήταν η κατάσταση. Ο Τσαρούχης ζωγράφιζε μια σιδεριά σε ένα μπαλκόνι, τον βγάλανε κατάσκοπο. Ήταν η χώρα του παραλόγου και της ακινησίας. Ποιος νεαρός άνθρωπος είχε όρεξη να ζει εκεί μέσα; Ολοι ήθελαν να φύγουν. Οι αριστεροί, όσοι ήταν στο ΚΚΕ, ήθελαν να φύγουν γιατί τους κυνηγούσαν, κινδύνευε η ζωή τους. Αλλά από ‘κεί και πέρα όποιος είχε κάτι μέσα του, όποιος ήθελε να κάνει κάτι στη ζωή του, ήθελε να φύγει.

»Πότε παίρνει κανείς την απόφαση να φύγει; Οταν δεν τον σηκώνει ο τόπος. Και αυτή είναι η ομοιότητα με τη σημερινή εποχή. Δυστυχώς αυτός ο τόπος σε διώχνει. Αυτό που είπε κάποτε ο Σεφέρης «όπου και να κοιτάξω η Ελλάδα με πληγώνει». Όχι μόνο σε πληγώνει, η Ελλάδα σε πνίγει. Και ποτέ δεν ξέραμε να χειριστούμε τις καταστάσεις. Το ψάρι βρομάει από το κεφάλι, δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά είμαστε κι εμείς άφρονες.

»Η δική μου οικογένεια δεν ήθελε να φύγω. Τον καιρό εκείνο; Κορίτσι πράγμα; Υπήρχε ακόμα η ιδέα της παρθενίας… Να πάω στην πόλη της απώλειας; Η μάνα μου δεν βγήκε όλο το χειμώνα έξω, από τον καημό της που είχε φύγει η κόρη της. Εκανε ό,τι μπορούσε για να γυρίσω και τελικά αναγκάστηκα έπειτα από δύο χρόνια να γυρίσω πίσω…

»Ήταν μια επίλεκτη ομάδα, η ομάδα του «Mataroa». Απολύτως. Η creme de la creme. Ο Μερλιέ, ο οποίος ήταν εθνικός ευεργέτης (αυτός θέλει άγαλμα, του κάνανε βέβαια το δρόμο), όταν προκήρυξε τις υποτροφίες, το έκανε μεν για να σώσει κάποια ταλαντούχα παιδιά που ήταν αριστεροί και εδώ κινδύνευαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στο «Mataroa» επιβιβάστηκαν μόνο αριστεροί. Υπήρχαν και άνθρωποι με δικά τους χρήματα, όπως εγώ, αλλά και καλλιτέχνες, όπως ο Κουλεντιανός. Όποιος είχε χρήματα και είχε και τα προσόντα -γιατί δώσαμε όλοι εξετάσεις- πήγαινε. Εξήντα επαγγέλματα υπήρχαν.

»Η θάλασσα είχε ακόμα νάρκες, δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος. Στο Παρίσι ο πόλεμος τελείωσε τον Μάιο και εμείς φτάσαμε 5 Δεκεμβρίου. Δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό Παρίσι, μαύρο και άραχλο. Οι Παριζιάνες δεν είχαν νάιλον κάλτσες και τράβαγαν μια γραμμή με μολύβι πίσω στις γάμπες τους.

»Δεν θα γυρνούσα πίσω αν δεν με ειδοποιούσαν ότι αρρώστησε η μάνα μου. Καταστροφή για μένα, το τέλος του κόσμου. Δεν ξαναείδα ποτέ τα έργα που έφτιαξα εκεί, δεν ξαναείδα ποτέ τα ρούχα μου. Ενα νέο ξεκίνημα από το μηδέν.

»Είχα την τύχη μέσα σε αυτή την ατυχία να βρεθώ με τη Ναταλία Μελά, τη γλύπτρια, και μέσω αυτής να γνωρίσω όλη τη γενιά του ’30. Όταν λέω όλη, εννοώ όσους δεν ήταν στα νησιά εξόριστοι. Οταν ακούω καμιά φορά να λένε ότι φύγαμε εξόριστοι εμείς στο Παρίσι, εκνευρίζομαι. Οι εξόριστοι τότε ήταν στα νησιά. Στο Παρίσι πήγαν εκείνοι που θέλανε να πάνε, κανείς δεν ανάγκασε κανέναν και κάθε ένας που πήγε, πήρε τη θέση κάποιου άλλου που πιθανόν να ήθελε να πάει. Δηλαδή, είχες μια ευθύνη πηγαίνοντας. Πήγαινες για να τα καταφέρεις, όχι για ταξίδι αναψυχής. Εγώ δεν αποτελώ παράδειγμα, διότι γύρισα στην Ελλάδα, αλλά εκείνοι που μείνανε πρόκοψαν. Γιατί η χώρα εκείνη έχει τις υποδομές, έχει το ιστορικό παρελθόν το εγκαθιδρυμένο. Όχι με τσολιάδες και κατσαπλιάδες. Δεν το μετάνιωσε κανείς απ’ όσους πήγαν.

»Το βουνό που είχε σχηματιστεί από τα πράγματα που πήραν μαζί τους οι άνθρωποι στο «Mataroa» ήταν εντυπωσιακό. Ηταν μία που κουβαλούσε ένα μικρό πιανάκι, σιλανσιέ, και διαδραματίστηκε μια απίστευτη σκηνή θυμάμαι. Μου δώσανε το κλειδί της καμπίνας, ανοίγω την πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο βλέπω μια γυναίκα να παίζει το πιανάκι και να μη βγαίνει ήχος. Νόμιζα ότι ήταν φάντασμα. Κλείνω την πόρτα και όπου φύγει φύγει. Αυτή η πιανίστα λεγόταν Ζαφειροπούλου και δεν έκανε παρέα με κανέναν, ήταν μόνη της και κουβαλούσε το σιλανσιέ συνέχεια στην πλάτη της. Οταν φτάσαμε νύχτα στο Παρίσι, ο Χατζημιχάλης, που ήταν παλικαράς και διεκρίθη μέσα σε όλα αυτά -να κουβαλήσει και να βοηθήσει-, της υποσχέθηκε ότι θα την πάει στον προορισμό της. Αλλά την ξέχασε και έμεινε όλη τη νύχτα μόνη με το πιανάκι της, παραμονές Χριστουγέννων. Τρομερή φιγούρα.

»Εγώ πήρα τον Καβάφη και τους «Προσανατολισμούς» του Ελύτη και η μαμά μου έχωσε στις αποσκευές μου ένα σίδερο, διότι τότε δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι θα βγεις έξω χωρίς να είναι σιδερωμένο το λινό για παράδειγμα…

Σ.σ. Η γλύπτρια Νέλλη Ανδρικοπούλου, που βίωσε το μυθικό ταξίδι, είναι η μοναδική που το κατέγραψε σε βιβλίο («Το ταξίδι του Ματαρόα – 1945, Στον καθρέφτη της μνήμης» το 2007), αν εξαιρεθεί το παλιότερο αυτοβιογραφικό κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη.

 

 

Ο Ροζέ Μιλλιέξ μαζί με τον Αλ. Καμύ στη μεταπολεμική Αθήνα.

Ο Ροζέ Μιλλιέξ μαζί με τον Αλ. Καμύ στη μεταπολεμική Αθήνα.