Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Η Λογοτεχνία έρχεται στο Thesslife !

Η Λογοτεχνία έρχεται στο Thesslife !

Μια σειρά ποιημάτων και διηγημάτων έρχεται να μας ταξιδέψει τις γιορτινές νύχτες που έρχονται , μέσα στο σπίτι μας !
από xper
δημοσιεύτηκε19 December, 2020
ΧΩΡΙΣσχόλια

   Ξεκινάμε τη νέα μας στήλη μ ένα διήγημα γραμμένο τις κρύες νύχτες του χειμώνα  από τον Γιάννη Χατζημανώλη εμπνευσμένο και αφιερωμένο για έναν αγαπημένο  φίλο του, που διανύει αυτή τη διαδρομή ...      

Γιάννη Χατζημανώλη

                                                                                                                 

 του Γιάννη Χατζημανώλη

                                        Η Διαδρομή                                      

   Η γνωστή αποπνικτική ομίχλη σκέπασε σαν πέπλο το  οπτικό πεδίο του. Αρκούσε που τα φώτα της ΔΕΗ χρωμάτιζαν αυτό το αιθέριο κύμα και έμοιαζε λες και ένα κιτρινισμένος, υγρός καμβάς ξεχύνονταν μπροστά του .

   Ο γύφτικος και άγευστος τούτος χειμώνας , Θεέ μου, πόσο τον εκνεύριζε ! Η φτωχική γειτονιά είχε γεμίσει με νερόλακκους, καπνούς από τσιγάρα και μπ*σ**ες γάτες να νιαουρίζουνε σαν πόρνες στους περαστικούς που τις κλωτσάγανε.

   Χριστέ μου, τι ζοφερή που είναι η πόλη-το χάραμα δε λέει να ξημερώσει.

   Άραγε, πότε ξημερώνει για εκείνους που έσβησαν τα λαμπάκια μέσα στην ψυχή τους...

   Το βήμα του ήταν βαρύ, αδυνατούσαν τα πόδια του να κουνηθούν. Η όλη κίνηση , η μηχανική του ποδιού σε κάθε πάτημα ήταν κουραστική και γέρικη. Γέρικη, από ένα παλληκάρι είκοσι χρονών.

   Μέσ' τα λασπόνερα, οι μπότες του βυθίζονταν ,το παντελόνι βρεχόταν και το πόδι του κρύωνε, καθώς συναντούσε κρύα ποταμάκια της βροχής .

   Και ο αγέρας...ο αγέρας.

   Ο πιο άσχημος φίλος, ο πιο πιστός εχθρός.

   Πάντοτε εκεί. Άλλοτε να σφυρίζει μελωδίες μέσ' τα αυτιά του, άλλοτε να τον δέρνει αλύπητα και να τον σέρνει πίσω. Κι άντε πάλι απ' την αρχή...

   Έξω απ' τις γυμνές μονοκατοικίες που περνούσε, καμία φορά του χαμογέλαγαν ειρωνικά τα καλώδια που περιτύλιγαν τις πόρτες. Όσο τα πλησίαζε , του φώτιζαν τον δρόμο, με το νωχελικό κι αδύναμο άναμμα τους , με τις μικρές , γαλάζιες , πορφυρές και πράσινες σπίθες τους. Μα, όταν  προσπέρναγε την είσοδο, εκείνα έσβηναν κι εκείνος προχωρούσε. Και  προχωρούσε…

Και προχωρούσε. Και πίσω του ο δρόμος έσβηνε, χανόταν στο πέλαγο της ομίχλης. Και μπροστά του αχνά διείσδυε σε ένα μονοπάτι, που κάποτε έφεγγε δυνατά , κάποτε έφεγγε ένα ζεστό , εκτυφλωτικό φως. Κάποτε χιόνιζε , κάποτε κολύμπαγες στους δρόμους, τους στολισμένους δρόμους από ανθισμένες αμυγδαλιές , από κυρίους και κυρίες που δεν είχαν ανάγκη τα φανταχτερά και ζεστά παλτά τους για να προχωρήσουν στον βοριά. Κάποτε…

Κάποτε η ψυχή ήταν παιδική και η ζωή τραγούδι. Το σώμα απλώς έπεφτε στην τάφρο της και είτε επέπλεε είτε πνιγόταν , ευτυχούσε.

Η διαδρομή του ήταν μεγάλη, να τη συνήθισε. Την έκανε εδώ και... πόσα χρόνια άραγε ; Ούτε θυμάται ακριβώς.

Μα και να θυμάται, δε θέλει να θυμάται.

Σίγουρα θυμάται…μα ποιος θέλει να βουτάει μέσ' τον νου του και να πνίγεται ; Κανείς. Οι άνθρωποι αγωνιούν όταν ξεχνούν καθώς μεγαλώνουν, μα όταν θυμούνται γερνάνε πιο πολύ.

Και το σπίτι του ήταν ήδη πια πολύ πίσω του. Όχι επειδή περπάταγε εδώ και ώρα και απομακρυνόταν. Μα επειδή εδώ και χρόνια δεν έμοιαζε με σπίτι.

Είναι κενό, είναι άδειο. Είναι βουβό, είναι κούφιο. Είναι άγευστο, άχρωμο , άοσμο.

Σαν ένα κελί, περιφραγμένο στον ουρανό, χτισμένο απάνω σε μια τρύπα. Όσο και να το γεμίζεις με ανθρώπους, με δώρα , με φωτεινά στολίδια, τόσο ανόητα και αδιάφορα αδειάζει από κάτω.

Κι εσύ ; Εσύ που μωροφιλοδοξίες , καλοπροαίρετα πάντα, πως κάτι θα βρεις που θα σταθεί μέσ' το κελί ; Άδικα χάνεις τον κόπο σου. Αυτό το πολύτιμο δώρο που βαστάει στα χέρια σου , είμαι σίγουρος πως είναι πολύτιμο, πως πάσχισες και μάτωσες για να το βρεις, δωσ' το απλόχερα σε κάποιο άλλο σπίτι. Σε κάποιο φτωχικό που το έχουν ανάγκη. Γιατί τα δώρα τα έχουν ανάγκη αυτοί που έχουν τη δύναμη να τα κρατήσουν. Για τους άλλους είναι απλά κιβώτια, βαριά απ' έξω , άδεια από μέσα.

Η διαδρομή δε λέει να τελειώσει. Μα θα τελειώσει. Κάθε φορά τελειώνει.

Το αποτέλεσμα πάντοτε είναι το ίδιο.

Κάθε φορά όταν την κάνει, σκέφτεται πως μετά από λίγη ώρα θα είναι πάλι σπίτι. Δυστυχώς. Μετά από λίγη ώρα θα είναι πάλι σπίτι, θα έχει τελειώσει την άχαρη διαδρομή , δύο φορές. Κι όμως , δεν μπορεί ποτέ να ξεχωρίσει, ποια απ' τις δυο φορές είναι η χειρότερη:

Του πηγαιμού ή μήπως του γυρισμού ;

Αν ρωτάτε εμένα ; Το ίδιο κάνει.

Όταν καμία απ' τις δύο άκρες της διαδρομής δεν είναι σπίτι, τι σημασία έχει πού θα πας ή αν γυρίζεις ;

Καμία απολύτως.

Πόσες φορές έχουμε βαδίσει και περπατήσει δρόμους, αποστάσεις μικρές που μας βάραιναν, μας κούραζαν, τα πόδια δε βαστούσαν, τα μάτια δεν κρατιόντουσαν, τα χέρια προλάβαιναν να παγώσουν , αφού δεν είχε νόημα είτε φτάναμε είτε όχι ; Είτε πηγαίναμε είτε καθόμασταν σπίτι μας, το ίδιο θα μας έκανε .

Έτσι κι εκείνος. Όσο κι αν ένιωθε την ανάγκη να το κάνεις κατά βάθος γνώριζε πως τίποτε δε θα άλλαζε.

Η συνήθεια σκοτώνει ακόμη και τις κίβδηλες ελπίδες που παραμονεύουν στις βαθιές τάφρους του νου.

Κάποτε είχε οργή μέσα του. Κάποτε ήθελε να τα βάλει με όλους όσους του έλεγαν , με ένα ηλίθιο , παρηγορητικό χαμόγελο "θα περάσει".

Ήθελε να τους αρπάξει από τον λαιμό, να τους γραπώσει με τα χέρια του και πριν τους πνίξει να τους πει πως δεν περνάνε όλοι οι πόνοι. Δε συνηθίζονται όλες οι απώλειες. Δε γεμίζουν όλα τα κενά στην ψυχή. Ακόμη κι αν ο χρόνος με δόλο υποκινεί την ξεχασιά.

Πλέον του είχε φύγει και αυτή η οργή.

Δεν έμπαινε καν στον κόπο να ακούσει τις συμπονετικές αηδίες.

Απλώς περπάταγε.

Σα μαύρο άλογο ανέβαινε τον σκοτεινό λόφο που οδηγούσε στα κοιμητήρια.

Κι απλώς περπάταγε.

Κανείς δε θα τον έβρισκε μέσ' το σκοτάδι.

Κι αν τον άκουγε, κάνεις δε θα τον έβλεπε.

Περπάτησε τα λίγα ακόμη μέτρα που του έμεναν, περνώντας την είσοδο.

Ο αέρας σταμάτησε, το ίδιο και οι συνεχείς ψιχάλες που του πότιζαν τι πρόσωπο.

Οι λασπωμένες μπότες του αποχωρίστηκαν τον χωματόδρομο , καθώς εκείνος φιλούσε τώρα πια τα γόνατά του.

Έβγαλε απ' την τρύπια τσέπη του, που τόση ώρα είχε το χέρι μέσα για να μην πέσει, ένα μικρό λουλούδι και το ακούμπησε στο χώμα, μπροστά απ' την ταφόπλακα.

Και με τα μάτια του ξερά, γιατί είχανε προ πολλού στερέψει και με τα χείλη παγωμένα, μα αδιάφορα, ψέλλισε ένα "Καλά Χριστούγεννα, μαμά" και ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής …