Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αχ, και να’ξερες πόσο σ’αγάπησα εκείνο το Πάσχα…

δημοσιεύτηκεMay 1, 2021
από xper
ΑΧ, ΝΑ’ΞΕΡΕΣ ΠΟΣΟ Σ’ΑΓΑΠΗΣΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΣΧΑ…
δημόκριτος
 
   του Δημόκριτου Τσουκάπα*

 

 

Ήταν το πρώτο Πάσχα μετά από χρόνια.

Μπορεί σήμερα Θεσσαλονίκη-Σέρρας να λογίζεται μιαν ανάσα δρόμος, μα κείνα τα χρόνια, η διαδρομή απαιτούσε κότσια, κουράγιο και κυρίως υπομονή.


Να καβαλήσεις το ΚΤΕΛ ΣΕΡΡΩΝ (Νο 42 παρακαλώ), να σκαρφαλώσεις βουνά, ραχούλες και λαγκάδια, -άντε και πότε να φτάσουμε Δορκάδα, άντε και στάση στον Λαχανά, να στανιάρουν οι γεροντότεροι που ξερνοβολούσαν σαν τις γάτες απ’τις ατέλειωτες στροφές, άντε να κατηφορίσουμε τον κάμπο, να κι η γέφυρα του Στρυμόνα, και επιτέλους, πλατιά, στοργική, μ’ανοιχτές τις αγκαλιές, η λατρεμένη πατρίδα.


Και δεν ήταν μοναχά τα χρόνια του νόστου που’καναν την καρδιά μου να βροντάει με ρυθμούς παράταιρους, μα και που έφυγα σχεδόν παιδί και τώρα γύρναγα κοντζάμ αντράκι και μάλιστα, φοιτητής, πρωτοετής, παρακαλώ!


Και να σε υποδέχεται ο πρωτοξάδερφος στο ΚΤΕΛ (ίδιο όνομα, ίδιο παρώνυμο) -άντε μ’έσκασες, απ,τα χαράματα σε περιμένω- να κι οι αγκαλιές και τα καλωσορίσματα και… κατ’ευθείαν στο ψητό -σήμερα Μ. Τετάρτη έχουμε ραντεβού το βράδυ στον Κουλά, θα’ναι κι αρκετά κορίτσια μαζί μας, …τον θυμάσαι τον Πανταζή απ’το Δημοτικό, θα φέρει τρεις ξαδέρφες… κι ο Σωτήρης που δουλεύει στο τυπογραφείο του θειου του, έχει μια αδελφή κάτσε καλά… και… και… και…


Κι άντε επιτέλους να’ρθει το πολυπόθητο βράδυ, κείνο το βράδυ στα κατατόπια ξανά της πατρίδας, και να’ναι κι Απρίλης -Μ. Τετάρτη ανήμερα- και… να σου κόβεται η ανάσα απ’τις βιολέτες και τις πασχαλιές και -πρίμο σεκόντο- από γύρω τ’αηδόνια να χαλούν τον κόσμο σ’όλο το μήκος της “Κοιλάδας”, κι από δω η Τασούλα, -δεν την θυμάσαι, μυξιάρικο ήταν τότε- … και δώστου από δίπλα η ξαδέλφη να φουσκώνει σαν τον διάνο και να κομπάζει -από δω ο ξάδελφός μου, φοιτητής απ’την Σαλονίκη- …κι η Μαριάνθη, η ξανθούλα, το “ζιζάνιο”… κοίτα που τώρα μας το παίζει καμπόσο… και μόνο η Νάνσυ ν’απλώνει το χέρι τάχαμου αδιάφορα και με την μύτη στον ανήφορο, καθόσον η Νάνσυ ήταν απ’την Αθήνα και δεν την θαμπώνανε φοιτητάκια απ’την… συμπρωτεύουσα…


Και να’σαι, λέει, ούτε είκοσι χρονώ, και να’ναι και Πάσχα, και μήνας Απρίλης, με τις μυρουδιές της άνοιξης και τις ντρίλιες των πουλιών να κουρντίζουν τ’ακόρντα της ψυχής σου με τα τόσα κοριτσίστικα μάτια τριγύρω να τρυπούν και να γυαλίζουν στο σκοτάδι…
-Κι αύριο, κοιτάξτε, η συνάντησή μας από νωρίς, έχω σταμπάρει αυλές με κήπους, πρέπει να κλέψουμε λουλούδια, έχουμε Επιτάφιο σε τρεις εκκλησιές θα πάμε… κι η Νάνσυ να σηκώνει παντιέρα, -εγώ δεν κλέβω λουλούδια-… και να’την την Νάνσυ Μεγαλοπεμπτιάτικα πρώτη να καβαλάει τις μάντρες και να ρημάζει ως και τα κρινάκια απ’τις γλάστρες…
Και να κι ο Επιτάφιος -τάχα με πόση κατάνυξη- κι όλος ο οίστρος της άνοιξης να πλανιέται ανάερα, και να το… αθέλητο άγγιγμα, κι εκείνη η αψάδα στο πρόσωπο, κι εκείνο το λαχάνιασμα στην κάθε κουβέντα, σε κάθε ανούσιο αστείο… -πρόσεχε, θα κάψεις την μαντίλα της γιαγιάς - και με την φλόγα του κεριού να χρυσαφίζει στα μάτια των κοριτσίωνε…
...Και παραπίσω, πάντα κει στ’απόνερα της μάζωξης… εκείνη η δισταχτική, παράταιρη κοριτσίστικη φιγούρα…
Το “απολειφάδι” όπως την αποκαλούσε ο ξάδελφος…
-Τι την θέλουμε μαζί μας…
-Μας την κουβαλάει ετσιθελικά η Τασούλα…
-Δεν πιστεύω να την έχουμε και στην Ανάσταση;
Η Μαρία… Η κοντούλα, η γεματούλα με… το λίγο κούτσεμα στο βάδισμα… Που ένας θεός θα το’ξερε πόσο πάλευε μέσα της για να το δείχνει “λίγο”.
 

Όλα “λίγο” τα’χε η Μαρία. Λίγη η παρουσία της, λίγο το μίλημά της, λίγο το χαμόγελό της…
Το μόνο που είχε “πολύ” η Μαρία ήταν η μελαγχολία στο βλέμμα της… Σε κείνο το βλέμμα που θαρρείς πως προσπάθησε ο θεός να χωρέσει όλο το γαλάζιο της θάλασσας.
Μα στεκόταν αδύνατο να σ’αφήσει η Μαρία να χορτάσεις το βλέμμα της.
Όσο κι αν προσπαθούσες, το σπατάλαγε αλόγιστα στο έδαφος.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αποπειράθηκα τσιταρισμένος κι εγώ να κλέψω λιγάκι απ’το γαλάζιο των ματιών της.
Μα πάντα, τα χαμηλωμένα βλέφαρά της, μου’κοβαν την όρεξη.
Κείνη την Μαρία λοιπόν, δεν την θέλαν στην παρέα τα παιδιά. Κι αν δεν ήταν η Τασούλα, η μορφονιά, με τα τσακίρικα μάτια, να την επιβάλει στην κάθε συνάντηση, κανείς δεν θα’χε καημό με την παρουσία της Μαρίας.


Κι όταν Μεγαλοσαββατιάτικα ταχτοπιούνταν κι οι τελευταίες λεπτομέρειες για το ραντεβού της Ανάστασης -κει γύρω στα μεσάνυχτα, στον Άη Νικόλα, στην Ακρόπολη- κανείς δεν πρόκαμε να κοιτάξει στο μέρος της Μαρίας.
Κι εκείνη, πάντα στ’απόνερα της μάζωξης, με το βλέμμα στην άβυσσο, να διαπερνάει το χώμα μ’όλο το μαύρο της ψυχής της.
Στρίνιασε μέσα μου ο οίκτος…
-Μαρία, το βράδυ στο γνωστό μέρος… Δεν πιστεύω να κάνεις κουτουράδα και να μην έλθεις;
Το φώναξα με τόση δύναμη που πρέπει να τα’κουσε ακόμη κι ο Πύργος του Κουλά.
Κι ήταν η στιγμή που’νιωσα κείνη την γαλάζια αστραπή να διαπερνάει τα μύχια της ψυχής μου.
Κι όταν την ώρα του “Χριστός Ανέστη”, επί τούτου την έσφιξα στη αγκαλιά μου και της έδωσα -τ’ομολογώ, προσποιητά- το πιο ζεστό φιλί μου, κείνη γύρισε και μου χάρισε όλο το βελούδο μαβί της θάλασσας.


….Η Μαρία με αναγνώρισε μετά από πολλά-πολλά χρόνια στην Θάσο.
Δούλευε στην ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου και μου’δωσε γνώρα όταν και ζήτησε την ταυτότητά μου.
-Δημόκριτε με θυμάσαι; Είμαι η Μαρία…
Την Μαρία δεν την θυμόμουν. Όμως ήταν αδύνατο να μην θυμηθώ το γαλάζιο των ματιών της.
Που τώρα πια ήταν τόσο γενναιόδωρο, αν και κάπως… ξέθωρο.
Είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε αρκετές μέρες με την Μαρία εκείνες τις καλοκαιριάτικες διακοπές μου.
...Για κείνα τα ανέμελα χρόνια, για τους φίλους που χάθηκαν, για όσους έφυγαν απ’τα Σέρρας, για κείνες που παντρεύτηκαν… για τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους… και τέλος για εκείνο το αξέχαστο Πάσχα.
Ήταν η σειρά μου να χαμηλώσω το βλέμμα.
Κείνη όμως, επιτακτικά αποζητούσε τώρα πια τα μάτια του.
Κι αντί για αντίο, την ώρα που αποχαιρετιζόμασταν, έσκυψε και μου ψιθύρισε τα πιο ζεστά της λόγια.
-Αχ, και να’ξερες πόσο σ’αγάπησα εκείνο το Πάσχα…
 

Τσουκάπας Δημόκριτος

 

 

     *Τσουκάπας Δημόκριτος

 

 

 

 

 

 

Ο Δημόκριτος Τσουκάπας γεννήθηκε στις Σέρρες και έχει τρεις κόρες.
Σπούδασε Οικονομικά στην Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας).
Με το συγγραφικό έργο ασχολείται εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Πέραν της συγγραφής ιστορικών και σατιρικών μυθιστορημάτων, ασχολείται και με το θέατρο.
Το 2012 έλαβε το πρώτο πανελλήνιο βραβείο συγγραφής θεατρικού έργου με το σατιρικό δράμα «Γιουνάν» που ανέβηκε με επιτυχία από την πειραματική ομάδα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Β. ΑΙΓΑΙΟΥ.
Έχει γράψει τα μονόπρακτα «Οι Γριές», «Οι Χειροπέδες», «Οι Τσούχτρες» και «Η Σουρλουλού», καθώς επίσης και το σατιρικό δράμα «Καρίων», που ανέβηκαν από ερασιτεχνικούς θιάσους.
Διασκεύασε τα έργα τού Μολιέρου «Γιατρός με το στανιό» και του Σέξπιρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Από τις Εκδόσεις Ζήτη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Σαράντα εκθέσεις και ένα γράμμα».
Λάτρης τού έναστρου ουρανού, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες με αστρονομικό περιεχόμενο.
Με το έργο του «Του ουρανού τα παραμύθια», πραγματοποιεί την πρώτη του απόπειρα να ασχοληθεί με την παιδική λογοτεχνία.
Μένει μόνιμα στην Περαία Θεσσαλονίκης.

Επικοινωνία με τον συγγραφέα
Facebook: el-gr.facebook.com/pages/Δημόκριτος-Τσουκάπας/296373717072828

Γράψε την άποψή σου

HTML με περιορισμούς

  • Επιτρεπόμενες ετικέτες HTML: <a href hreflang> <em> <strong> <cite> <blockquote cite> <code> <ul type> <ol start type> <li> <dl> <dt> <dd> <h2 id> <h3 id> <h4 id> <h5 id> <h6 id>
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.